- προσμάρτυρος
- -ον, Α [προσμαρτυρῶ](αοτρολ.) αυτός τον οποίο βλέπει ή μπορεί να δει κανείς ή, κατ' άλλους, αυτός που καταθέτει πρόσθετη μαρτυρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσμάρτυρος — in aspect with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμάρτυρα — προσμάρτυρος in aspect with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)